- εναντιολογία
- η1. το να λέει κανείς τα αντίθετα, αντιλογία, εναντίωση.2. αντίφαση, αντινομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐναντιολογία — ἐναντιολογίᾱ , ἐναντιολογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἐναντιολογίᾱ , ἐναντιολογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιολογίᾳ — ἐναντιολογίᾱͅ , ἐναντιολογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιολογία — η (AM ἐναντιολογία) 1. αντιλογία, αντίρρηση, εναντίωση, ένσταση 2. αρχ. αντίφαση, το να λέει κανείς αντίθετα από όσα είχε πει προηγουμένως … Dictionary of Greek
ἐναντιολογίας — ἐναντιολογίᾱς , ἐναντιολογία contradiction fem acc pl ἐναντιολογίᾱς , ἐναντιολογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιολογίαν — ἐναντιολογίᾱν , ἐναντιολογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιολογιῶν — ἐναντιολογία contradiction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιολογίαις — ἐναντιολογία contradiction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГАЛЕН — ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ. Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… … Античная философия
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
εναντιολογικός — ή, ό (AM ἐναντιολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναντιολογία, αντιρρητικός, αντιλογικός, αντιφατικός … Dictionary of Greek